- κολαστικός
- -ή, -ό (AM κολαστικός, -ή -όν) [κολαστής]ο σχετικός με τον κολασμό, κολαστήριος, κατάλληλος στο να τιμωρεί («τὸ δὲ κολαστικὸν ἐρινυῶδες καὶ δαιμονικόν, οὐ θεῑον δὲ οὐδἐ Ολύμπιον», Πλούτ.)(νεοελλ) αυτός που γίνεται για μετριασμό, περισταλτικός, περιοριστικόςμσν.ενοχλητικός, ανιαρόςμσν.-αρχ.αυτός που δόθηκε για τιμωρία.επίρρ...κολαστικώς (Α κολαστικῶς)με κολαστικό τρόπο, με τιμωρία.
Dictionary of Greek. 2013.